Απόρροια της αντίληψης ότι η ειδησεογραφία αποτελεί μία κατασκευασμένη εικόνα κι όχι μία πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, αναγκαία είναι η αναζήτηση και κατανόηση των μηχανισμών, σύμφωνα με τους οποίους κατασκευάζεται η εικόνα αυτή. Η έννοια της κατασκευής της ειδησεογραφίας άπτεται δύο διαδικασιών:
α. Η διαδικασία της επιλογής, από το σύνολο των εν δυνάμει γεγονότων, που θα παρουσιαστούν ως είδηση.
β. Η διαδικασία κανονικοποίησης του τυχαίου, που επιτρέπει την περιοδική παρουσία των μέσων επικοινωνίας, παρά την ακανόνιστη και τυχαία εμφάνιση των σημαντικών γεγονότων.
3.1.1.1. Από τα Γεγονότα στις Ειδήσεις
Η προσοχή των δημοσιογράφων προσανατολίζεται σε ότι είναι αξιοσημείωτο (και άξιο επισήμανσης), κι έχει μια τέτοια μορφή, κατάλληλα σχεδιασμένη και τυποποιημένη, ώστε να γίνει ρεπορτάζ. Γι' αυτό το λόγο οι εφημερίδες σε ημερήσια βάση αναζητούν τις ειδήσεις καλύπτοντας περιοχές, όπως τα αστυνομικά τμήματα, τα δικαστήρια, τα νοσοκομεία και τα υπουργεία, δηλαδή εκεί όπου είναι πιθανό να πρωτοεμφανιστούν γεγονότα.
Σημαντικό στοιχείο για τη μελέτη της μετατροπής των γεγονότων σε ειδήσεις υπήρξε η έννοια του Πυλωρού. Ο όρος πυλωρός (gatekeeper) αναφέρεται σε όλους όσοι έχουν τη δύναμη να καθορίσουν ποια μηνύματα θα περάσουν από τις πύλες των μέσων επικοινωνίας και θα αποτελέσουν μέρος της δημόσιας σφαίρας. Επί του προκειμένου, ο όρος αναφέρεται σε αυτούς που καθορίζουν ποια γεγονότα θα καταγραφούν ως ειδήσεις από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Kurt Lewin[12] για να περιγράψει τη διαδικασία των αγορών σε ένα νοικοκυριό. Ο White (1950) εισήγαγε αυτόν τον όρο στη μελέτη της δημοσιογραφίας. Ο ίδιος μελέτησε τη διαδικασία, με την οποία ο αρχισυντάκτης μίας επαρχιακής αμερικανικής πόλης επέλεγε από το σύνολο των ειδήσεων, που του έστελνε το πρακτορείο ειδήσεων, ποιες θα δημοσίευε στην εφημερίδα και ποιες όχι. Στη συνέχεια κατέγραφε τις αιτίες των επιλογών του. Αυτή η έρευνα επέτρεπε να μετρηθεί ποια είναι τα στοιχεία που καθορίζουν την επιλογή της είδησης μέσα από ένα αχανές σύνολο εν δυνάμει επιλογών.
Προσπαθώντας να καθορίσουν τους παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να μετατρέψουν ένα γεγονός σε είδηση, οι Galtung και Ruge (1969) ανέλυσαν την ειδησεογραφία των νορβηγικών εφημερίδων σε περιπτώσεις κρίσεις. Η ανάλυση τους οδήγησε στους ακόλουθους παράγοντες:
· Επικαιρότητα. Οι ειδήσεις αναφέρονται σε πολύ πρόσφατα γεγονότα ή σε επαναλαμβανόμενα γεγονότα. Μία καινούργια είδηση αντικαθιστά μία παλιότερη. Οι ειδήσεις για το βομβαρδισμό του Κοσσυφοπεδίου από το ΝΑΤΟ αντικατέστησαν πλήρως τις ειδήσεις για τη σύλληψη του Οτσαλάν.
· Συχνότητα. Όσο πιο συμβατή είναι η συχνότητα ενός γεγονότος με τη συχνότητα ενός ειδησεογραφικού μέσου, τόσο πιο πιθανό είναι το γεγονός να καταγραφεί ως είδηση από το συγκεκριμένο μέσο. Η περιοδικότητα των επικοινωνιακών μέσων διαφέρει και αυτό επηρεάζει τις προοπτικές τους. Τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά δελτία παρουσιάζονται με μεγάλη συχνότητα και έτσι ρέπουν στην καταγραφή του άμεσου, ενώ είναι μυωπικά σε πιο μακροχρόνιες τάσεις. Έτσι ένας φόνος καταγράφεται ως συμβάν πιο άμεσα κι εύκολα από μία διαχρονική αύξηση της εγκληματικότητας.
· Μέγεθος. Ένα ελάχιστο μέγεθος πρέπει να υπάρχει σε ένα συμβάν, προκειμένου να καταχωρηθεί ως είδηση.
Περίοδοι εκτεταμένης δημοσιογραφικής ανυδρίας ή υπερεκτεταμένα επικοινωνιακά συστήματα στα οποία αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός μπορεί να οδηγήσουν σε συνειδητή χειραγώγηση του μεγέθους που απαιτείται από ένα γεγονός για να θεωρηθεί είδηση. Αυτό οδηγεί σε μία πλασματική εικόνα της πραγματικότητας. Όπως αυτάρεσκα δήλωνε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Steffents[13]: «Μπορώ να δημιουργήσω ένα κύμα βίας όποτε θέλω, απλά καταγράφοντας όλα τα σχετικά περιστατικά, που συμβαίνουν στην πόλη στη διάρκεια ενός μήνα. Μπορώ επίσης να σταματήσω το κύμα βίας, χρησιμοποιώντας τα συνήθη κριτήρια επιλογής των ειδήσεων». Αντίστοιχα βέβαια μπορεί να δημιουργηθεί κι ένα κύμα με αρνητικές για τις Ε.Δ. ειδήσεις.
Αντιστρόφως, πολύ σημαντικά και μεγάλου μεγέθους γεγονότα μπορεί να υποστούν ειδησεογραφική έκλειψη, επειδή στην ειδησεογραφία κυριαρχεί μία άλλη, εντόνως μελοδραματική είδηση. Αυτό ενίοτε έχει τραγικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικό είναι το ξέσπασμα της δημοσιογράφου του CNN Annanpour σε συνέδριο για τα Μ.Μ.Ε. στη Νέα Υόρκη. Εκεί εγκαλούμενη γιατί δεν κάλυψε τις σφαγές στη Ρουάντα τόσο αποτελεσματικά, όσο τον πόλεμο στη Βοσνία, έτσι ώστε να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινή γνώμη και να υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση, απάντησε ότι αυτή πήγε στη Ρουάντα και προετοίμαζε λεπτομερή ρεπορτάζ, που αναδείκνυαν όλη τη φρίκη της γενοκτονίας, τα ρεπορτάζ αυτά όμως δεν έβρισκαν το δρόμο τους στην οθόνη, επειδή κυριαρχούσε η ιστορία του Ο. J. Simpson[14].
· Αμφισημία – Όσο λιγότερη αμφισημία υπάρχει σ’ ένα γεγονός, όσο δηλαδή το νόημά του είναι πιο ξεκάθαρο στα πλαίσια της συγκεκριμένης κουλτούρας, τόσο πιο εύκολο είναι να επιλεγεί ως είδηση. Τα νέα για ένα σεισμό αξιολογούνται ως σημαντικότερα σε χώρες που έχουν σεισμική ιστορία όπως η Η.Π.Α. ή η Ιαπωνία, παρά σε χώρες που δεν έχουν «κουνηθεί» ποτέ, όπως η Αγγλία ή η Ουγγαρία. Η κοινή εμπειρία, δημιουργεί ένα πολιτιστικό υπόβαθρο για καλύτερη εκτίμηση κι αξιολόγηση της είδησης.
· Τα γεγονότα που καταγράφονται ως ειδήσεις, θα πρέπει να είναι απροσδό-κητα ή ασυνήθιστα. Πολλές φορές αυτά τα στοιχεία είναι σημαντικότερα στον καθορισμό της είδησης από το ίδιο το περιεχόμενο του συμβάντος.
· Παρ' ότι το απροσδόκητο ενδιαφέρει, ωστόσο δεν είναι όλη η διάσταση του απροσδόκητου που προβάλλεται στις ειδήσεις. Τα γεγονότα που γίνονται ειδήσεις, τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν, είναι στην ουσία αναμενόμενες καταστάσεις. Ουσιαστικώς είναι το σύνολο των ατυχημάτων και των συμβάντων, που το κοινό είναι προετοιμασμένο να μάθει γι' αυτά που θα γίνουν ειδήσεις .
Όταν ένα γεγονός έχει αναφερθεί ως είδηση, θα εξακολουθεί να αναφέρεται ως είδηση για ένα χρονικό διάστημα, ακόμα κι αν το μέγεθός του έχει δραστικώς μειωθεί. Επίσης αντίστοιχα γεγονότα μικρότερου μεγέθους, που όμως συνειρμικώς ανάγουν σε μία σημαντική είδηση, καταγράφονται κι αυτά ως ειδήσεις, συχνά δημιουργώντας στο ακροατήριο την ψευδαίσθηση μίας τάσης, ή ακόμα και φαινόμενα μιμητισμού. Για παράδειγμα τη μία ημέρα παρουσιάζεται στις ειδήσεις ο παιδοκτόνος πατέρας. Την επόμενη μέρα ένας άλλος, ο οποίος εγκατέλειψε τα παιδιά του σε διαφορετικά μέρη της εθνικής οδού προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την οικονομική του δυσπραγία, καθώς και για την ανικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους. Εδώ όχι μόνο το πρώτο γεγονός έχρισε το δεύτερο είδηση, αλλά και το ακροατήριο έχει πλήρως αφομοιώσει τη διαδικασία, εφ' όσον η εγκατάλειψη των παιδιών από το δεύτερο πατέρα είχε τη μορφή ενός σχεδιασμένου ψευδογεγονότος, που αποσκοπούσε στη χειραγώγηση του συγκεκριμένου κανόνα της δημοσιογραφίας για την απόκτηση δημοσιότητας στο πρόβλημά του.
Η κυριαρχία ενός θέματος στην ειδησεογραφία επηρεάζει την αντίληψη του κοινού, που φαντασιώνεται αντίστοιχα γεγονότα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ότι μετά την πτώση ενός αεροπλάνου σε μία περιοχή υπάρχει σωρεία αναφορών από κατοίκους της περιοχής ότι είδαν να πέφτει και άλλο αεροπλάνο. Συνήθως την αφορμή για τέτοιες αναφορές δίνουν περαστικά αεροπλάνα, για τα οποία οι κάτοικοι θεωρούν ότι παρουσιάζουν κάποια ανωμαλία. Οι μαρτυρίες αυτές συνήθως κινητοποιούν τα τοπικά Μ.Μ.Ε., ενώ τις περισσότερες φορές το γεγονός διαψεύδεται πριν μετατραπεί σε είδηση από τα εθνικής εμβέλειας Μ.Μ.Ε. Υπήρξε περίπτωση όπου η μαρτυρία ενός χωρικού στη Χαλκιδική ότι άκουσε ένα αεροπλάνο να πέφτει συνδυάστηκε με καπνούς[15] παράγοντας μία τόσο ισχυρή φήμη, που εξανάγκασε την πολεμική αεροπορία να κινητοποιήσει μηχανισμούς διάσωσης για την περίπτωση που όντως είχε πέσει κάποιο μικρό πολιτικό αεροπλάνο[16].
Άλλοι παράγοντες αξιολόγησης της είδησης σχετίζονται με πολιτιστικές παραμέτρους:
Όσο περισσότερο ένα γεγονός συνδέεται με κυρίαρχα έθνη και με κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, τόσο πιθανότερο είναι να αποτελέσει είδηση.
Από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου η Δανία αποτέλεσε μόνο μία φορά πρωτοσέλιδο θέμα των Τάιμς της Νέας Υόρκης, όταν κάποιοι έκοψαν το κεφάλι της γοργόνας, του αγάλματος που κοσμεί το λιμάνι της. Πόσο συχνά άραγε αποτέλεσαν τεκταινόμενα στις Η.Π.Α. πρωτοσέλιδο στις δανικές εφημερίδες; Σήμερα, που οι περισσότεροι πόλεμοι είναι συμβολικοί και το κύριο θέατρο μαχών είναι η κοινή γνώμη της Αμερικής και ορισμένων άλλων μεγάλων χωρών, η δομική ανισορροπία στην ειδησεογραφική παρουσίαση ανάμεσα στα μικρά και στα μεγάλα έθνη γίνεται όλο και πιο αισθητή. Η μεροληψία της ειδησεογραφίας υπέρ των ισχυρότερων κρατών και των συγκρουσιογόνων καταστάσεων αποκλείει αμέσως ένα μεγάλο αριθμό χωρών. Σε κράτη, για τα οποία η καλλιέργεια και η διαχείριση της εικόνας τους στη διεθνή κοινή γνώμη είναι σημαντικές, είτε για να ενισχύσουν τον εξαγωγικό εμπορικό προσανατολισμό τους, είτε για να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στο διεθνές στερέωμα, ο αποκλεισμός που συνεπάγεται η δομική ανισότητα στην κατασκευή της διεθνούς ειδησεογραφίας ξεπερνιέται με δομικές διεθνείς δημόσιες σχέσεις (Kunczik 1997:25).
Οι Shoemaker, Danielian και Brendlinger (1991) εξετάζοντας την παρουσίαση ξένων ειδήσεων στον αμερικανικό τύπο βρήκαν ότι η διαδικασία επιλογής ειδήσεων μεροληπτούσε εντόνως υπέρ ειδήσεων από χώρες, των οποίων η πολιτική ή είναι πολύ φιλική προς τις Η.Π.Α., ή αποκλίνει πολύ έντονα από το επιθυμητό. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας ανάγουν και σε ένα άλλο κριτήριο ανάδειξης των ειδήσεων:
O «Εθνικισμός του Τύπου» (Press Nationalism) ή εθνοκεντρισμός ορίζεται από τον Gans ως ένας μηχανισμός επιλογής ειδήσεων, που αφορά κατά κύριο λόγο τις εξωτερικές ειδήσεις. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο η επιλογή ενός συμβάντος, που σημειώνεται στο εξωτερικό, εξαρτάται ως είδηση προβαλλόμενη από τα αμερικανικά Μ.Μ.Ε. από το βαθμό που αυτό άπτεται αμερικανικών συμφερόντων, ή αποτελεί αντικείμενο εστίασης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο εθνοκεντρισμός τόσο στο επίπεδο της επιλογής των ειδήσεως όσο και σε αυτό της παρουσίασης τους δεν αποτελεί βέβαια Αμερικανικό ίδιο. Έρευνες της ειδησεογραφικής κάλυψης του Σκοπιανού ζητήματος από τις εφημερίδες αποκαλύπτουν έντονο εθνοκεντρισμό[17]. Αντιστοίχως, η διερεύνηση των αυτοστερεοτύπων και των ετεροστερεοτύπων στον Ελληνικό και στον Τουρκικό τύπο από τον Χριστόδουλο Γιαλλουρίδη (1997) καταδεικνύει την καθοριστική επίδραση του εθνοκεντρισμού στην διαμόρφωση του περιεχομένου των Μ.Μ.Ε. .
Ο αρνητισμός και η σύγκρουση είναι πολλές φορές καθοριστικά στοιχεία για την επιλογή μίας είδησης. Κάθε μέρα εκατομμύρια άνθρωποι διασχίζουν το δρόμο, ωστόσο ο ένας που θα παρασυρθεί από το αυτοκίνητο γίνεται είδηση. Στον τελευταίο σεισμό μάθαμε πόσα σπίτια έπεσαν και όχι πόσα άντεξαν. Μία συμφωνία με την κυβέρνηση και τους αγρότες θα είχε ειδησεογραφική κάλυψη της τάξης των 2 λεπτών, στην ελάχιστη απεργία ή σύγκρουση λόγω διαφωνίας θ’ αφιερωνόταν πολλαπλάσιος χρόνος. Η έμφαση που δίνεται στη σύγκρουση και στη βία ως κριτήρια ανάδειξης ενός γεγονότος σε είδηση, δύναται να διαστρέψει κατά επικίνδυνο τρόπο την εικόνα της κοινωνίας που προβάλλουν τα Μ.Μ.Ε. Τονίζοντας για παράδειγμα την εγκληματικότητα οι ειδήσεις μπορούν να δημιουργήσουν την εικόνα μίας πολύ πιο επικίνδυνης κοινωνίας από αυτή που πραγματικά υπάρχει οδηγώντας σε άσκηση πιέσεων από τα μέλη της για κατασταλτικά μέτρα και υψηλότερα επίπεδα αστυνόμευσης. Μεσοπροθέσμως αυτό μπορεί να οδηγήσει στην επανεισαγωγή της θανατικής ποινής, στη νομιμοποίηση μέσων και ενεργειών εκ μέρους της αστυνομίας, που συνιστούν καταπίεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (όπως συμβαίνει σήμερα στις Η.Π.Α.), και στη νομιμοποίηση της χρήσης συστημάτων ηλεκτρονικής παρακολούθησης.
Η τάση των Μ.Μ.Ε. να τονίζουν αρνητικές και συγκρουσιακές καταστάσεις, όχι απλώς παραμορφώνει την πραγματικότητα, αλλά μπορεί να επηρεάσει άμεσα τα ίδια τα γεγονότα. Για παράδειγμα, αν σε μία ήρεμη και πολιτισμένη διαδήλωση υπάρξει μία μικρή συμπλοκή και αυτή τύχει βιντεοσκόπησης, τότε αυτή και μόνο θα προβληθεί στις ειδήσεις δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της βίας. Αναλυτές των Μ.Μ.Ε. όπως ο Parenti (1986) θεωρούν αυτό το μηχανισμό κατασκευής της ειδησεογραφίας ως συνειδητή μέθοδο περιθωριοποίησης και δυσφήμησης των κοινωνικών κινημάτων και των διαδηλώσεων. Η κυρίαρχη παθογένεια είναι αυτή που υφίσταται όχι στο επίπεδο των αναπαραστάσεων, αλλά στην επίδραση που αυτές έχουν στην πραγματικότητα. Δηλαδή αυτός ο μηχανισμός κατασκευής ειδησεογραφίας εκπαιδεύει τους διαδηλωτές και τους πάσης φύσεως διαμαρτυρόμενους, οι οποίοι, για να μεγιστοποιήσουν τη δημοσιότητα που θα πάρει η εκδήλωση, ενσωματώνουν στο σχεδιασμό τους έντονα συγκρουσιακά ενδεχόμενα, είτε με καταλήψεις, είτε με τη δημιουργία αντιδιαδηλώσεων (Clutterbuck 1981, Graber 1993). Σε πιο ακραία μορφή αυτό συμβαίνει σε τρομοκρατικές πράξεις. η εστίαση των Μ.Μ.Ε. στην τρομοκρατική ενέργεια και η παροχή αφειδώς δημοσιότητας αυξάνουν την επικοινωνιακή της αξία. Ως συνέπεια αυτής της πρακτικής η τρομοκρατική ενέργεια μεταβάλλεται σε ένα ψευδογεγονός, αντίστοιχο μίας συνέντευξης τύπου, ενώ η βία ή και η αφαίρεση ζωής, που συνεπάγεται μία τρομοκρατική ενέργεια, αποτελούν το μηχανισμό απόκτησης δημοσιότητας. Έτσι έχουμε την πραγματική βία, η οποία από μόνη της αποσκοπεί σε κάποιο αποτέλεσμα, και τη βία, η οποία στοχεύει στην επίτευξη συμβολικών/επικοινωνιακών στόχων. Όπως συμβουλεύει και ο Carlos Marighela (1971) στο Εγχειρίδιο του Αντάρτη των Πόλεων: «τα ΜΜΕ απλά και μόνο αναγγέλλοντας τη δράση των επαναστατών καθίστανται χρήσιμα εργαλεία για την προπαγάνδα τους».
Κατά το
Weimann (1992:117), η ειδησεογραφία μπορεί να ενισχύει την τρομοκρατία με τους
εξής τρόπους:
α. Η δημοσιότητα είναι το οξυγόνο της τρομοκρατίας. Τα ΜΜΕ παρέχοντας την
επιζητούμενη δημοσιότητα στις τρομοκρατικές οργανώσεις ενισχύουν τη συμβολική
τρομοκρατία.
β. Η εκλογίκευση της τρομοκρατίας. Κατά την διάρκεια της ειδησεογραφικής
παρουσίασης η αναζήτηση των λόγων, της υποκίνησης, και της λογικής της
τρομοκρατίας μπορεί να οδηγήσει στην αιτιολόγηση κι εκλογίκευσή της.
γ. Η χρήση ουδέτερων ή θετικών προσδιοριστικών όρων για τις τρομοκρατικές
οργανώσεις μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την εικόνα τους.
δ. Η αναφορά στη διαφορά της τάξης μεγέθους ανάμεσα στην τρομοκρατική οργάνωση
και τον κρατικό μηχανισμό μπορεί να οδηγήσει σε λανθάνουσα ηρωωποίηση της
πρώτης.
Ένα βασικό κριτήριο για την επιλογή των τηλεοπτικών ειδήσεων αποτελεί ο
οπτικός δυναμισμός, η δυνατότητα ενός γεγονότος να έχει άμεση οπτική επένδυση.
Ένα παράδειγμα, που αναδεικνύει τη δυνατότητα της οπτικοποίησης να μετατρέψει
ένα γεγονός σε είδηση, είναι η λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης στη
Γιουγκοσλαβία. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δε λειτούργησαν στην πρώτη γραμμή του
πυρός και της ειδησεογραφικής αναζήτησης, αλλά σε περιοχές που κατείχαν είτε οι
Σέρβοι, είτε οι Κροάτες. Έτσι, ενώ η παγκόσμια προσοχή ήταν συγκεντρωμένη στο
Σεράγεβο, στην ενδοχώρα η εθνοκάθαρση έπαιρνε το δρόμο της ανενόχλητη. Ακόμη
και αν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες, ο βασικός παράγοντας για τη δημιουργία
τηλεοπτικών ειδήσεων είναι η ικανότητα των δημοσιογράφων να έχουν άμεση
πρόσβαση στα γεγονότα και να τα οπτικοποιούν. Για παράδειγμα ενώ υπήρχαν
αναφορές για στρατόπεδα συγκέντρωσης από την αρχή σχεδόν του πολέμου στη
Βοσνία, αυτά αναδείχθηκαν σε βασική είδηση μόλις τον Αύγουστο του 1992, όταν το
συνεργείο το αγγλικού σταθμού ΙΤΝ κατάφερε να τα επισκεφθεί και να τα
βιντεοσκοπήσει[18] (Shaw 1996:64).
Η εξάρτηση της τηλεοπτικής είδησης από την εικόνα είναι διττή. Ο οπτικός
δυναμισμός μπορεί μεν να αναδείξει ένα γεγονός σε είδηση, υπάρχει όμως πάντοτε
και η ανάγκη της οπτικοποίησης για όσα γεγονότα έχουν επιλεγεί για τις
ειδήσεις. Αυτό συνδέεται και με τη δυνατότητα χειραγώγησης της ειδησεογραφίας.
Πρόσβαση στα γεγονότα σημαίνει πρόσβαση στις εικόνες, περιορισμός της πρόσβασης
στα γεγονότα μπορεί να αποτρέψει τη δημιουργία ειδήσεων που θεωρούνται
αρνητικές. Χαρακτηριστικό είναι το συμπέρασμα του Taylor (1992:5), ενός από
τους σημαντικότερους αναλυτές της πολεμικής προπαγάνδας, για τον πόλεμο στον
Περσικό: ‘Η παθολογική ανάγκη της τηλεόρασης για κινούμενη εικόνα την καθιστά
έρμαιο στα χέρια αυτών που ελέγχουν την πρόσβαση στα γεγονότα … το αναπόφευκτο
γεγονός είναι ότι η ειδησεογραφική κάλυψη είναι μεροληπτική, διότι η ιστορία
πρέπει να συνοδεύεται με εικόνες’.
Όταν ένα γεγονός εκπληρεί άλλα κριτήρια σε βαθμό που η επιλογή του ως είδηση να
είναι αυτονόητη, τότε το αποτελεσματικό επικοινωνιακό μάνατζμεντ αποσκοπεί στο
να επηρεάσει το οπτικό υλικό που θα συνοδεύει την είδηση. Αυτό γίνεται είτε
διαμέσου του ελέγχου της πρόσβασης στα γεγονότα, είτε διαμέσου των επικοινωνιακών
επιχορηγήσεων (information subsidies).
Οι επικοινωνιακές επιχορηγήσεις αναφέρονται στις περιπτώσεις που το οπτικό
υλικό, είτε φωτογραφικό, είτε βίντεο, διατίθεται χωρίς κόστος στα Μ.Μ.Ε. από
τον οργανισμό που επιθυμεί μία καλύτερη παρουσίαση, είτε αυτό είναι μια
επιχείρηση, είτε ένα κόμμα, είτε οι ένοπλες δυνάμεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
επικοινωνιακής επιχορήγησης αποτελούν τα Δελτία Τύπου. Στο οπτικό πεδίο
υπάρχουν τα οπτικοποιημένα δελτία τύπου ή Video News Release.
Ένας άλλος παράγοντας που καθορίζει την επιλογή των γεγονότων και τη μετατροπή
τους σε ειδήσεις, είναι η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο γεγονός και στον
ειδησεογραφικό οργανισμό.
Γειτνίαση. Όσο πιο κοντά είναι ένα γεγονός, τόσο πιο σημαντικό καθίσταται και
συνεπώς τόσο πιθανότερο είναι να συμπεριληφθεί στην ειδησεογραφία. Η γειτνίαση
νοείται τόσο τοπικώς, όσο και πολιτισμικώς.
Σύμφωνα με έναν εκδότη τοπικής αμερικανικής εφημερίδας, χίλιοι νεκροί στην
Αφρική ισοδυναμούν με εκατό νεκρούς στην Ευρώπη, με δέκα νεκρούς στη Νέα Υόρκη
και με ένα νεκρό στην πόλη του, όσον αφορά τον καθορισμό της σημαντικότητας της
είδησης. Αντιστοίχως για λόγους εγγύτητας η νατοϊκή παρέμβαση στο Κόσοβο υπήρξε
πολύ σημαντικότερη ως είδηση στην Ελλάδα από τη στρατιωτική παρέμβαση στο
Ανατολικό Τιμόρ. Όπως και οι σεισμοί της Τουρκίας είναι για μας ειδησεογραφικώς
σημαντικότεροι από αυτούς της Κίνας ή της Ιαπωνίας.
Όπως επισημαίνει ο Shaw (1996:8-9), ο όρος ‘γειτνίαση’ δε θα πρέπει να θεωρηθεί
ότι αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνο στη φυσική απόσταση, ότι έχει μόνο
γεωγραφική σημασία δηλαδή, αλλά αποτελεί ένα φαινόμενο με κοινωνική και
ψυχολογική διάσταση.
Πολλές φορές η ψυχολογική διάσταση της απόστασης υπερισχύει της γεωγραφικής, με
αποτέλεσμα άτομα που είναι πολύ κοντά να νοιώθουν πολύ μακριά και αντιστρόφως.
Αυτό συχνά απορρέει από μία διαδικασία συνειδητών πολιτικών επιλογών. Ένα από
τα πρώτα μεταπολεμικά δόγματα της ελληνικής πολιτικής, το «Ανήκομεν εις την
Δύσιν», αποσπούσε την Ελλάδα από τον ιδεολογικώς και πολιτικώς διαφοροποιημένο
βαλκανικό περίγυρο, δημιουργώντας ταυτοχρόνως νοητικά σύνορα με την Αγγλία, τη
Γαλλία, και τις Η.Π.Α. Έτσι η ψυχολογική διάσταση της γειτνίασης ανέτρεπε τη
γεωγραφική πραγματικότητα στον καθορισμό της αυτοεικόνας μας.
Η γειτνίαση έχει και μία εντόνως κοινωνική διάσταση. Μπορεί δηλαδή μία ομάδα
ατόμων να ζει στην ίδια πόλη με εμάς, αλλά να μας χωρίζει μια τόσο μεγάλη
κοινωνική απόσταση, ώστε να μην επιτρέπει καμίας μορφής συνταύτιση και κατά
συνέπεια να μη μας ωθεί σε καμίας μορφής ενεργοποίηση προς όφελος τους. Η
γειτνίαση, η κατασκευή, ή η μείωση της απόστασης δεν είναι ένα παθητικό
φαινόμενο, αλλά μία ενεργητική λειτουργία. Τα Μ.Μ.Ε. μπορούν να εντείνουν αυτής
της μορφής την κοινωνική και ψυχολογική απόσταση παρουσιάζοντας τα άτομα αυτά
ως περιθωριακά, ενσωματώνοντάς τα στην εικόνα του «άλλου». Η ειδησεογραφική
κάλυψη των Μ.Μ.Ε. μπορεί επίσης να μειώσει τις γεωγραφικές, κοινωνικές, και
ψυχολογικές αποστάσεις, ακόμα και όταν αυτές απορρέουν από αντιπαλότητες αιώνων
και βαθιά ριζωμένα στερεότυπα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των σεισμών
στην Τουρκία. Η γεωγραφική γειτνίαση και ο έντονα δραματικός χαρακτήρας των
συμβάντων οδήγησε σε εκτεταμένη ειδησεογραφική κάλυψη. Η αμεσότητα και ο
οπτικός δυναμισμός της τηλεοπτικής κάλυψης έφερε τα θύματα, τον πόνο και την
αγωνία στο σαλόνι μας. Τη θέση του παραδοσιακού στερεοτύπου του Τούρκου ως
«Αττίλα», πήρε η εικόνα της χαροκαμένης μάνας, που έκλαιγε τα παιδιά της στα
ερείπια. Συνέπεια της ειδησεογραφίας ήταν η μετατροπή των Τούρκων από «ανάξια»
σε «άξια» υποστηρίξεως θύματα. Αυτή η μεταβολή στην αντίληψη, είχε ως
αποτέλεσμα την παροχή βοήθειας, πράξη που άμβλυνε κατά κάποιο τρόπο την οξύτητα
από την παραδοσιακή αντίθεση και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για πολιτική
δράση. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η γεωγραφική γειτνίαση
οδήγησε σε υψηλά επίπεδα ειδησεογραφικής κάλυψης, που με τη σειρά τους
δημιούργησαν ψυχολογική γειτνίαση.
Δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η μεταβολή των «αποστάσεων» προέρχεται μόνο από
την (ασυνείδητη και μηχανιστική) λειτουργία των κανόνων παραγωγής της
ειδησεογραφίας. Αντιθέτως μπορεί να χειραγωγηθεί συνειδητά για να επιτευχθούν
συγκεκριμένοι στόχοι. Η κατασκευή και η διαχείριση της «απόστασης» είναι
αναπόσπαστο μέρος της διαχείρισης του εσωτερικού μετώπου, διότι συνδέεται άμεσα
με φαινόμενα όπως ο ηθικός αποκλεισμός. Η ύπαρξη μεγάλης απόστασης, πραγματικής
ή ψυχολογικής, μπορεί να οδηγήσει σε ηθικό αποκλεισμό. Ο ηθικός αποκλεισμός
επέρχεται όταν ορισμένες κατηγορίες ατόμων θεωρούνται ότι εκπίπτουν από το
σύνολο, όπου οι ηθικές αρχές, οι κοινωνικές αξίες και οι άλλοι κανονισμοί
εφαρμόζονται. Οι «άλλοι» θεωρούνται ως μη άτομα, ως αναλώσιμοι (Gudykunst
1991:5). Ο ηθικός αποκλεισμός επηρεάζει τη δυνατότητα που έχουν τα διεθνή
γεγονότα να κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη στο εσωτερικό κάθε χώρας κι έτσι να
επιδράσουν στην ημερήσια διάταξη και δράση των κυβερνήσεων. Έτσι τα πάθη των
Σέρβων κινητοποίησαν την ελληνική κοινή γνώμη, ενώ τα αντίστοιχα πάθη των
Τσετσένων όχι. Αντιστοίχως η μοίρα των Κοσοβάρων ξεσήκωσε πολύ περισσότερο και
πολύ αποτελεσματικότερα της αμερικανικές αντιδράσεις από την πολύ χειρότερη
μοίρα των Κούρδων της Τουρκίας.
Δύο ερωτήματα τίθενται εδώ:
α. Η αίσθηση της γειτνίασης που διαμορφώνουμε απέναντι σε μία κοινωνική ή
εθνοτική ομάδα είναι παραγωγικό αίτιο ή απόρροια του πιθανού ηθικού αποκλεισμού;
β. Είναι τα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά του συμβάντος και η ειδησεογρα-φία ή
φαινόμενα όπως το «Εθνικό Συμφέρον» και πολιτικές ή πολιτισμικές προκαταλήψεις
που καθορίζουν την «απόσταση»; Αυτά τα ερωτήματα, η απάντηση στα οποία διαφέρει
κατά περίπτωση, είναι σημαντικά, διότι η απάντησή τους προσδιορίζει το βαθμό,
στον οποίο θα πρέπει κατά τη διαχείριση του εσωτερικού μετώπου να
χρησιμοποιηθούν μορφές επικοινωνιακής στρατηγικής (communication management) ή
μη-επικοινωνιακές στρατηγικές κοινωνικού ελέγχου (social engineering).
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που επηρεάζει την κατασκευή της ειδησεογραφίας
είναι η πρόσβαση που υπάρχει σε διαφόρους παράγοντες και γεγονότα. Η
δυνατότητα, δηλαδή, που έχει ένα άτομο να εμφανιστεί στις ειδήσεις ή σε άλλες
ενημερωτικές εκπομπές και να διατυπώσει τις απόψεις του. Η πρόσβαση στα
γεγονότα ως κριτήριο επιλογής τους στην ειδησεογραφία αναφέρεται στο κόστος
κάλυψης αυτών των γεγονότων από το μέσο ενημέρωσης.
Κατά τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Gans, από την Οπτική Γωνία της Πηγής ειδήσεων
(source), η αποτελεσματική πρόσβαση στην ειδησεογραφία καθορίζεται από τους
εξής παράγοντες:
α. Κίνητρα.
β. Εξουσία. Όσο πιο ισχυρή είναι μία πηγή, τόσο πιο εύκολη πρόσβαση έχει. Άτομα
ή οργανώσεις που στερούνται δύναμης μπορούν να κερδίσουν πρόσβαση παράγοντας
έντονα δραματικές ιστορίες.
γ. Ικανότητα να παρέχει κατάλληλες πληροφορίες στους δημοσιογράφους.
δ Πολιτιστική και γεωγραφική γειτνίαση της πηγής προς τους δημοσιογράφους.
Από την πλευρά των δημοσιογράφων η επιλογή ενός ατόμου ή ενός οργανισμού ως
πηγή στην κατασκευή μίας είδησης σχετίζεται με τους εξής παράγοντες:
α. Θετική προγενέστερη συνεργασία. Άτομα ή οργανισμοί, που στο παρελθόν έδωσαν
χρήσιμες πληροφορίες ή και δημιούργησαν ειδήσεις, είναι πιθανό να ξαναχρησιμοποιηθούν
στην κατασκευή της ειδησεογραφίας. Τα άτομα αυτά καθιερώνονται ως ‘αξιόπιστες
πηγές’. Η συνεχής χρήση όμως συχνά απαξιώνει. Η διάρκεια της παρουσίας είναι
αντιστρόφως ανάλογη της έντασης. Άτομα που εμφανίζονται συνέχεια στα Μ.Μ.Ε.
σύντομα ‘καίγονται’ και η διαδικασία παραγωγής της ειδησεογραφίας εστιάζεται σε
άλλα άτομα. Στην Ελλάδα ο μεγάλος αριθμός τηλεοπτικών καναλιών συνδυαζόμενος με
το ταυτόχρονο ενδιαφέρον στις ίδιες ειδήσεις και στις ίδιες πηγές οδηγεί σε
ταχεία απαξίωση όχι μόνο συγκεκριμένων ατόμων, αλλά και ολόκληρων
επαγγελματικών κλάδων όπως οι πολιτικοί στα μέσα τις δεκαετίας του '90 και οι
σεισμολόγοι πιο πρόσφατα.
β. Αποδοτικότητα. Οι πηγές κρίνονται από την ικανότητά τους να παρέχουν πολλές
πληροφορίες χωρίς σημαντική απώλεια χρόνου και προσπάθεια.
γ. Αξιοπιστία. Οι δημοσιογράφοι προτιμούν τις πηγές, των οποίων οι πληροφορίες
απαιτούν το μικρότερο δυνατό έλεγχο και εξακρίβωση.
δ. Επισημότητα. Οι δημοσιογράφοι προτιμούν τα άτομα που βρίσκονται σε επίσημες
και υπεύθυνες θέσεις. Η προτίμηση οφείλεται αφ' ενός στο ότι τα στοιχεία τους
έχουν κύρος, αφού λόγω θέσης είναι πιο δύσκολο να πουν ψέματα, και αφ' ετέρου
στην ύπαρξη ενός ευρύτερου φάσματος διαπλοκών ανάμεσα στα άτομα αυτά και στους
δημοσιογράφους.
ε. Σαφήνεια
στ. Ικανότητα να παράγουν σύγκρουση και δράμα
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ελευθερία του λόγου δεν περιορίζεται μόνο
στο δικαίωμα του να μιλά κανείς ελεύθερα, αλλά και να επικοινωνεί εν γένει,
δηλαδή όχι απλώς να εκφέρει μία διαφορετική άποψη, αλλά και να μπορεί να την
κάνει να ακουστεί από τους άλλους, από το ευρύτερο κοινό. Συνεπώς με το να
περιορίσουμε μία φωνή στο χώρο της διαπροσωπικής επικοινωνίας αποκλείοντάς την
από το πεδίο των Μ.Μ.Ε., τη μετατρέπουμε σε ψίθυρο, και ουσιαστικώς τη
λογοκρίνουμε. (Neghi 1988:3). Έτσι στο θέμα της πρόσβασης των ατόμων στα Μ.Μ.Ε.
ο μηχανισμός κατασκευής της ειδησεογραφίας λειτουργεί ως μορφή λογοκρισίας. Ο
καθορισμός του ποιος μπορεί να μιλήσει στις τηλεοπτικές εκπομπές λόγου και του
ποιος μπορεί να αποτελέσει πηγή στις ειδήσεις και υπό ποιες συνθήκες καθορίζει
το περιεχόμενο, το επίπεδο, και τα όρια του κοινωνικού διαλόγου.
Παράδειγμα
του ρόλου των Μηχανισμών Κατασκευής της Ειδησεογραφίας στην Διαχείριση των
Διεθνών Κρίσεων
Χαρακτηριστική περίπτωση για το ρόλο που μπορούν να παίξουν οι ειδικότερες
συνθήκες κατασκευής της ειδησεογραφίας και οι αξιόπιστες πηγές στην έκβαση μίας
σύγκρουσης, αποτελούν οι επαναστάσεις, οι οποίες ξέσπασαν στο Ιράκ αμέσως μετά
το τέλος του πολέμου του Κόλπου. Με παρακίνηση των συμμάχων οι Σιίτες στο νότιο
και οι Κούρδοι στο βόρειο Ιράκ επαναστάτησαν. Και στις δύο περιπτώσεις οι
συμμαχικές δυνάμεις δεν εκπλήρωσαν τις προσδοκίες των επαναστατών και τους
άφησαν να σφαγιασθούν από τις ιρακινές δυνάμεις. Και στις δύο περιπτώσεις δεν
υπήρξε ασφαλής πρόσβαση των τηλεοπτικών συνεργείων στην περιοχή των
συγκρούσεων. Έλειψε δηλαδή η συνεχής ροή του εντόνως δραματικού πληροφοριακού
υλικού, που θα μπορούσε να αναδείξει την εν λόγω κατάσταση σε βασική είδηση και
να δραστηριοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Βασική ήταν η έλλειψη του οπτικού
υλικού, που θα επέτρεπε στους νεκρούς να μετατραπούν από ανώδυνη στατιστική σε
ανθρώπινο δράμα.
Καίτοι υπήρχαν οι μαρτυρίες αυτών που ξέφευγαν από τη Βασόρα για τον αγώνα ζωής
και θανάτου που έδιναν οι κάτοικοι της ενάντια στα στρατεύματα του Σαντάμ, δεν
υπήρχε η πρωτογενής δημοσιογραφική πρόσβαση, η δυνατότητα ζωντανής σύνδεσης και
το απαραίτητο δραματικό οπτικό υλικό, στοιχεία τα οποία θα καθιστούσαν το
συγκεκριμένο γεγονός σημαίνουσα είδηση για ικανό χρονικό διάστημα και με τέτοιο
τρόπο, ώστε να κινητοποιηθεί η κοινή γνώμη.
Οι συγκρούσεις των Κούρδων με τον ιρακινό στρατό έγιναν αφού ο τελευταίος
κατέπνιξε την εξέγερση στο σιιτικό Νότο. Οι Κούρδοι ηττώμενοι μετακινήθηκαν
προς τα περσικά και τα τουρκικά σύνορα. Μόνο όταν πλέον οι Κούρδοι πρόσφυγες
έφτασαν στα τουρκοϊρακινά σύνορα ανακαλύφθηκαν από τα τηλεοπτικά συνεργεία και
τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης. Η Τουρκία αρνήθηκε να τους παράσχει άσυλο και οι
αμερικανικές, αγγλικές, και γαλλικές δυνάμεις κινήθηκαν για να παράσχουν προστασία
και ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες βορείως του 36ου παραλλήλου. Κατά μία
άποψη η κινητοποίηση αυτή υπήρξε απόρροια της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας. Η
κάλυψη της τραγικής κατάστασης των Κούρδων προσφύγων ενσωμάτωνε και δηλώσεις
τους. Δηλώσεις που δεν περιορίζονταν σε απλή και μόνο περιγραφή της τραγικής
τους κατάστασης ή τους δράματος που έζησαν ώσπου να φτάσουν στα τουρκοϊρακινά
σύνορα. Όσο ξετυλιγόταν το κουβάρι των προσφυγικών διηγήσεων μπροστά στις
κάμερες των συνεργείων, τόσο ο λόγος περνούσε από την περιγραφή στην κατανομή
ευθυνών για τις δηλώσεις των συμμάχων, που τους ξεσήκωσαν κατά του Σαντάμ και
μετά τους εγκαταλείψαν. Αυτή η διαδικασία σταδιακώς διέβρωσε τη δημοσιογραφική
αντίληψη και μετέτρεψε την ειδησεογραφική κάλυψη σε μία διαδικασία απόδοσης
ευθυνών[19] (blame game). Έτσι επήλθε μια ποιοτική μεταβολή, μια λειτουργική
υπέρβαση στο δημοσιογραφικό λόγο, που από την παρουσίαση πέρασε στην
υπεράσπιση. Ενδεικτικώς το ρεπορτάζ για τους Κούρδους πρόσφυγες ακολουθούσαν
ρεπορτάζ από διαδηλώσεις στις Η.Π.Α. ενάντια στην εγκατάλειψη των προσφύγων και
από πλάνα του τότε προέδρου των Η.Π.Α. Μπουά να παίζει αμέριμνος γκολφ.
Σταδιακώς η απόδοση ευθυνών γινόταν όλο και πιο συγκεκριμένη. Το μήνυμα/αίτημα
ήταν παραπάνω από σαφές: ‘κάντε κάτι’ (Shaw 1996: κεφ. 7).
Κατά μία άλλη άποψη, το παραγωγικό αίτιο της στρατιωτικής επέμβασης δεν ήταν η
ειδησεογραφική κάλυψη, αλλά τα αμερικανικά συμφέροντα. Ενδεχόμενη επιτυχία της
σιιτικής επανάστασης στο νότιο Ιράκ θα δημιουργούσε ένα νέο κράτος, ομόδοξο,
και ως εκ τούτου σύμμαχο με το Ιράν, που θα ήταν ουσιαστικώς ένα καρφί για τους
σουνίτες Άραβες της Σαουδικής Αραβίας. Από την άλλη η μαζική έξοδος των
ιρακινών Κούρδων στην Τουρκία θα αποσταθεροποιούσε το εκεί καθεστώς. Κάτι που
ήθελε να αποφύγει η αμερικανική κυβέρνηση.
3.1.2. Η Κανονικοποίηση του Τυχαίου
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας παράγουν ειδήσεις με μία αυστηρά κανονισμένη
περιοδικότητα. Τα εξαιρετικά σημαντικά γεγονότα όμως τείνουν να μην
αναγνωρίζουν την κανονικότητα αυτή και να συμβαίνουν ακανόνιστα. Για τα μέσα
μαζικής επικοινωνίας είναι σημαντικό να εξασφαλίσουν μία ροή ειδήσεων, που να
ικανοποιεί την περιοδικότητά τους και να τα αυτονομεί από τα πολύ σημαντικά
γεγονότα. Απάντηση σε αυτό το ζήτημα υπήρξε η συστηματοποίηση της διαδικασίας
παραγωγής των ειδήσεων.
Οι ειδήσεις των ΜΜΕ παράγονται στα πλαίσια μεγάλων, ιεραρχικώς δομημένων,
τεχνικώς περίπλοκων οργανισμών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι
προσανατολισμένοι στο κέρδος. Οι δημοσιογράφοι είναι μέρος αυτών των δομών και
η οργάνωση της εργασίας τους ανταποκρίνεται και συντηρεί αυτά τα πλαίσια. Η
οργανωτική ρουτίνα, οι δημοσιογραφικές αξίες και οι αντικειμενικοί περιορισμοί
της διαδικασίας παραγωγής (όπως ο χρόνος και οι παραγωγικές πηγές) επηρεάζουν
το δημοσιογραφικό έργο και δημιουργούν συστήματα ασυνείδητων μεροληψιών στην
ειδησεογραφία.
Κατά τον Epstein (1973) η επίδραση αυτών των παραγόντων γίνεται φανερή στα εξής
επίπεδα:
α. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί είναι ιεραρχικώς και γρα-φειοκρατικώς
οργανωμένοι για να διαχειρίζονται με αποτελεσματικότητα τη ροή των ειδήσεων.
Τόσο τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, όσο και οι εφημερίδες, έχουν ένα ραφιναρισμένο
σύστημα ελέγχου, επεξεργασίας, και συστηματοποίησης της διαδικασίας παραγωγής
της ειδησεογραφίας.
β. Όσο πληθαίνουν τα ειδησεογραφικά μέσα και όσο η διαδικασία παραγωγής της
ειδησεογραφίας αυξάνει σε όγκο και γίνεται τεχνολογικώς πιο σύνθετη, τόσο
παθητικότερη γίνεται. Η ενεργητική αναζήτηση ειδήσεων και η πραγματική έρευνα
υποκαθίσταται από την εξάρτηση των δελτίων τύπου, τις συνεντεύξεις, τις διαρροές
κι από άλλες μορφές διάχυσης ειδήσεων.
Μία άλλη άποψη αυτού του ζητήματος υπήρξε η δραματική αύξηση των
ψευδογεγονότων, των γεγονότων δηλαδή που είναι κατασκευασμένα για να
εμφανιστούν στις ειδήσεις. Αυτά τα γεγονότα από τη φύση τους ανταποκρίνονται
στις ανάγκες παραγωγής των ειδήσεων, με αποτέλεσμα πολλές φορές να εκτοπίζουν
από την ειδησεογραφία τα πραγματικά γεγονότα. (Boorstin 1963) Με αυτό τον τρόπο
η απόσταση ανάμεσα στη φαντασιακή θέσπιση της κοινωνίας και την καθ’ εαυτή
πραγματικότητα αυξάνει.
Παράλληλα ο Boorstin (1963) έκανε ένα διαχωρισμό ανάμεσα στον ήρωα, δηλαδή σε
αυτόν που έχει δημοσιότητα εξαιτίας των επιτευγμάτων του, και στη διασημότητα
(celebrity), στο άτομο δηλαδή που είναι διάσημο επειδή είναι διάσημο. Καθώς η
εμφάνιση των ηρώων, όπως και των πραγματικά σημαντικών γεγονότων διέπονται από
τον νόμο του τυχαίου και δεν υφίστανται την κανονικοποίηση, που είναι αναγκαία
για την εύρυθμη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, τα τελευταία παράγουν και
καταναλώνουν διασημότητες με τον ίδιο τρόπο και ρυθμό που παράγουν και
καταναλώνουν ψευδογεγονότα. Η έλευση των μανεκέν και των τηλεπαρουσιαστριών των
πρωινών εκπομπών αποτέλεσε απόρροια της ιδιωτικοποίησης και της επέκτασης του
τηλεοπτικού πεδίου. Τα μέσα επικοινωνίας και κυρίως αυτά που είναι εστιασμένα
στην εικόνα μέσα από μία διαδικασία αυτοαναφοράς μετέτρεψαν τους παρουσιαστές
και τις παρουσιάστριές τους σε σταρ, που με τη σειρά τους παρήγαγαν ειδήσεις,
μηνύματα, ή ακόμα και άλλους σταρ. Όπως ακριβώς το ψευδογεγονός εκτοπίζει το
πραγματικό γεγονός, έτσι και η διασημότητα εκτοπίζει τον ήρωα. Επειδή τα μέσα
μαζικής επικοινωνίας είναι βασικός παράγοντας κοινωνικοποίησης, η αντικατάσταση
αυτή επηρεάζει τα πρότυπα που προβάλλουν στην κοινωνία και την ευρύτερη
διαδικασία κοινωνικής αξιολόγησης.
γ. Η δημιουργία ειδικεύσεων στη δημοσιογραφία, καθώς και ειδικών ανταποκριτών,
οδηγεί σε μία σταθερή παραγωγή ειδήσεων. Οι δημοσιογράφοι καλύπτουν
συγκεκριμένους χώρους, όπως τα υπουργεία, τα κόμματα, την οικονομία κ.ά.,
διαδικασία που τους φέρνει σε μόνιμη και σταθερή επαφή με τους συγκεκριμένους
χώρους και επιτρέπει τη συστηματική καλλιέργεια πηγών. Αυτό αφ’ ενός
συστηματοποιεί την απόδοση των συγκεκριμένων χώρων σε ειδήσεις, αφετέρου όμως
δημιουργεί συνθήκες, στις οποίες ο δημοσιογράφος μπορεί ν’ αλωθεί από το χώρο
είτε άμεσα, είτε έμμεσα, μέσω της συνειδησιακής διήθησης και της ταύτισης με το
χώρο που καλύπτει και όχι με την εφημερίδα του και το κοινό του. Χαρακτηριστική
περίπτωση είναι το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ, όπου οι δημοσιογράφοι
συστεγάζονται και επί μακρόν συνυπάρχουν με τους βουλευτές και τους
αντίστοιχους ανταποκριτές των άλλων εφημερίδων, ενώ η φυσική τους παρουσία στις
εφημερίδες τους είναι ελάχιστη. Ο Αμερικανός αναλυτής Κρουζ ερευνώντας τη
συνύπαρξη των ανταποκριτών, που κάλυπταν έναν υποψήφιο για τις προεδρικές
εκλογές των Η.Π.Α., διαπίστωσε ότι η συνύπαρξη αυτή δημιουργούσε κοινή
αντίληψη, που ομογενοποιούσε την ειδησεογραφική εκροή σε τέτοιο βαθμό, που το
φαινόμενο χαρακτηρίστηκε αγελαία δημοσιογραφία (pack journalism).
πηγη- /filoumenos.com/forum