Στις 6 Οκτωβρίου 2002 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ ανακήρυξε Άγιο τον Χοσέ
Μαρία Εσκριβά ντε Μπαλαουγκέρ υ Αλμπάς, 27 μόλις έτη μετά την αποδημία
του εις Κύριον, προβαίνοντας έτσι στην «πιο γρήγορη αγιοποίηση της
πρόσφατης ιστορίας»1. Ο Εσκριβά ήταν ο ιδρυτής μίας από τις πλέον
ισχυρές όσο και αμφιλεγόμενες καθολικές οργανώσεις, της «Opus Dei» (στα
λατινικά σημαίνει «Έργο του Θεού»). Για το κατά πόσο το έργο της
οργάνωσης είναι θεάρεστο έχουν εκφραστεί πολλές αμφιβολίες. Αυτό που δεν
αμφισβητείται είναι η δύναμή της.
To όνομα της οργάνωσης
σημαίνει «έργο Θεού» και στην παράδοση του καθολικισμού σχετίζεται με
τους Προσευχητές, που αφιέρωναν ολόκληρη τη ζωή τους στην απαγγελία
ψαλμών.
«Η αγιοποίηση του Χοσέ Μαρία Εσκριβά τη χρόνια μετά τον
θάνατό του, δίνει και το μέτρο της επιρροής που ασκεί η Opus Dei. Ενώ
υπό κανονικές συνθήκες χρειάζονται δεκαετίες ή και αιώνες για να
ανακηρυχθεί κάποιος Άγιος, η υπόθεση του Εσκρίβα επισπεύτηκε από τον
ίδιο τον Πάπα, ο οποίος ήταν θαυμαστής του Ισπανού ιερέα»2.
Ο
ιδρυτής της οργάνωσης, Jose Maria Escriba de Balaguer, ήταν μια
αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με ακραίες απόψεις, η συμπεριφορά του οποίου
σε πολλές περιπτώσεις φλέρταρε με την παράνοια. Γιος ενός αποτυχημένου
εμπόρου υφασμάτων, στράφηκε από πολύ νωρίς στην ιεροσύνη, πιστεύοντας
ότι έτσι θα κατάφερνε να αποκτήσει φήμη και δύναμη. Αυτές ακριβώς οι
φιλοδοξίες ήταν που τον οδήγησαν στη δημιουργία της Opus Dei. Σαν
χαρακτήρας ήταν κακότροπος και αλαζόνας. Αποκαλούσε την προσπάθειά του
να δημιουργήσει την οργάνωση «Θεόπνευστο έργο», ενώ ποτέ δεν έπαυε να
επαναλαμβάνει ότι ο ίδιος ήταν πολύ καλύτερος από όλους τους επισκόπους
και τους πάπες που είχε γνωρίσει. Αντίθετα, βέβαια, μαρτυρίες
ανθρώπων που τον γνώρισαν, κάνουν λόγο για ένα άτομο μέτριας ευφυΐας,
που έτρεφε την έντονη επιθυμία να παρουσιάζεται ως φιλόσοφος. Προφανώς,
μέσα στην Opus Dei βρήκε την ευκαιρία να αναγνωριστεί ως διανοητής,
αφού η τυφλή πίστη στον αρχηγό και η στρατιωτική δομή της οργάνωσης
τού πρόσφεραν γόνιμο έδαφος για να επιβληθεί.
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ «ΘΕΟΥ»
Η
Opus Dei ιδρύθηκε στην Ισπανία το 1928 από τον πρώην δικηγόρο και
μετέπειτα ιερωμένο Χοσέ Μαρία Εσκριβά, «ο οποίος αντιδρούσε στη
φιλελεύθερη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης»3. Η
οργάνωση απέκτησε σημαντική ισχύ μετά τον ισπανικό εμφύλιο,
«διευρύνοντας σταδιακά την επιρροή της στην Παιδεία, στον Τύπο και τους
οικονομικούς οργανισμούς», ενώ παράλληλα απολάμβανε στήριξης από το
δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο4.
«Τις δεκαετίες του ’50 και του
’60 αντικατέστησε τη «Φάλαγγα» και εδραιώθηκε ως η πιο σημαντική,
συντηρητική πολιτική και θρησκευτική δύναμη στην Ισπανία, αν και η
δύναμή της μετριάστηκε κάπως στη δεκαετία του '70. Από τότε, εν μέρει
λόγω και της υποστήριξης από το Βατικανό, η οργάνωση έχει αναπτυχθεί και
σήμερα αριθμεί περισσότερα από 80.000 μέλη, μεταξύ των οποίων 25
ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους και πάνω από 1700 ιερείς, σε 80 χώρες.» Ο
πανίσχυρος εκπρόσωπος του Πάπα, Ιωακείμ Ναβάρο Βάλς και 69 μέλη του
Συμβουλίου των Καρδιναλίων, που αποτελεί και το εκλεκτορικό σώμα για
την ανάδειξη του Ποντίφηκα, είναι - ανάμεσα σε πολλούς άλλους στο
μηχανισμό του Βατικανού- στελέχη της Opus Dei, η οποία δηλώνει ότι ο
επόμενος Πάπας θα προέρχεται από τις τάξεις της.
Το 1950 το
Βατικανό την αναγνώρισε ως «κοσμικό ινστιτούτο» και το 1982 ο
«θαυμαστής» της Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' ως «personal Prelature», που
σημαίνει ότι «η δικαιοδοσία της (της «Τάξης» ή του «θρησκευτικού
Τάγματος» κατά κάποιον τρόπο) καλύπτει τα συμμετέχοντα άτομα και όχι μία
συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή». Είναι η μοναδική περίπτωση χορήγησης
τέτοιου προνομίου στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία5. Τα μέλη της συγκροτούν
«ξεχωριστή επισκοπή, με δικό της επίσκοπο» και, πρακτικά, τελούν εκτός
ελέγχου των κατά τόπους επισκόπων του Βατικανού6.
Ο
μισογυνισμός, άλλωστε, ήταν ένα ακόμη από τα χαρακτηριστικά της
προσωπικότητας του Escriba, που δεν έχανε ευκαιρία να ταπεινώνει και να
χτυπά τις γυναίκες-μέλη της οργάνωσης, πιστεύοντας ότι η γυναικεία
φύση είναι ο αγωγός μέσω του οποίου το κακό έρχεται στη Γη. Αν και
δίδασκε τους οπαδούς του να ζουν μια αυστηρή και λιτή ζωή, ο ίδιος
προτιμούσε να ζει σ' ένα ανάκτορο είκοσι τεσσάρων δωματίων, που είχε
μετατρέψει σε στρατηγείο της οργάνωσης. Το 1940 ο Jose Maria Escriba
άλλαξε το επίθετό του σε Escriva, για αισθητικούς προφανώς λόγους, ενώ
το 1960 τα δυο πρώτα ονόματα συγχωνεύτηκαν σε ένα κι έγιναν Josemaria.
Με το όνομα αυτό έγινε διάσημος. Όταν μάλιστα, το 1968 αιτήθηκε κι
έλαβε από το Βατικανό τον τίτλο του Marques de Peralta, που τον
κατέτασσε μεταξύ των ισχυρότερων στην ιεραρχία ιερέων της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο Escriva ήξερε πως είχε καταφέρει να
υλοποιήσει πλήρως τα νεανικά του εξουσιαστικά όνειρα.
“YOU CHECK IN, YOU DON’T CHECK OUT”
Οι
λαϊκοί που συμμετέχουν στην Opus Dei δεν δένονται με «άρρηκτους
όρκους», όπως συμβαίνει με τους ιερείς στην Εκκλησία ή με τα μέλη
μυστικών εταιριών, δεσμεύονται όμως με ένα είδος «συμβολαίων» απέναντι
στην οργάνωση, «να υπηρετούν τον Θεό στην εργασία τους» και στην
καθημερινή τους ζωή. Το «σπάσιμο» των «συμβολαίων» αποδεικνύεται δύσκολη
υπόθεση και οι πρακτικές για τον «σωφρονισμό» των μελών που αλλάζουν
γνώμη παραπέμπουν σε άλλου είδους σχήματα και εποχές. Στις τάξεις της
απαντώνται κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ιερείς, διανοούμενοι,
υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Βατικανού, επαγγελματίες, τραπεζίτες και
στελέχη της παγκόσμιας επιχειρηματικής ελίτ. Επισήμως η Opus Dei
προβάλει ως σκοπό της την προώθηση των παραδοσιακών χριστιανικών αξιών
και την καταπολέμηση του «φιλελευθερισμού και της ανηθικότητας». Ο
κεντρικός άξονας της κατήχησης προς τα μέλη της είναι ότι ο καθένας
μπορεί να πορευθεί προς την ένωση με τον Θεό και να αποκτήση την
αγιότητα μέσω της προσευχής, της αυτοπειθαρχίας και της γενναιοδωρίας
προς τον πλησίον7. Ωστόσο, οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι η
μυστικότητα, η πολιτική ισχύς, η οικονομική δύναμη, η αυστηρότητα, ο
προσηλυτισμός, η καταπίεση μελών της, οι παρασκηνιακές δραστηριότητες,
οι υπόγειες διασυνδέσεις με αμφιλεγόμενους οικονομικούς και πολιτικούς
οργανισμούς και η στενή σχέση της με δικτατορικά καθεστώτα, αποτελούν
το πραγματικό πρόσωπο της Opus Dei το οποίο δεν έχει τίποτε να κάνει με
την αγάπη του Χριστού.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της εύνοιας
του Βατικανό είναι η άμεση μετά θάνατον ανακήρυξη ως αγίου του ιδρυτή
της οργάνωσης, καθώς και το γεγονός ότι λίγες μέρες πριν εκλεγεί πάπας ο
Ιωάννης Παύλος, επισκέφθηκε και προσκύνησε τον τάφο του Escriva. Οι
κακές γλώσσες, βέβαια, αποδίδουν την εύνοια αυτή στο γεγονός ότι το
Βατικανό βλέπει την Opus Dei ως έναν «ετοιμοπόλεμο στρατό», πρόθυμο να
πολεμήσει για τα συμφέροντα της Αγίας Έδρας. Ίσως αυτός να είναι και ο
λόγος που οι κατηγορίες κατά της Opus Dei, ότι αποτελεί κράτος εν κράτει
μέσα στα πλαίσια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δεν εισακούσθηκαν
ποτέ.
‘Η ΕΜΕΙΣ ‘Η Η ΚΟΛΑΣΗ
Αφορμές για την πολεμική κατά
της Opus Dei δόθηκαν πολλές φορές από καταγγελίες πρώην μελών της, που
κατηγόρησαν την οργάνωση ότι όταν αποπειράθηκαν να αποχωρήσουν δεχτήκαν
απειλές, εκβιασμούς και μεγάλη ψυχολογική πίεση για να αναιρέσουν την
απόφασή τους.
Η «Τζούλι», η οποία μίλησε στο αμερικανικό
τηλεοπτικό δίκτυο ABC με τον όρο να μην αποκαλυφθεί το πραγματικό όνομά
της, είχε στρατολογηθεί από την Opus Dei σε ηλικία 12 ετών. Την είχε
πλησιάσει, όπως λέει, ένας ιερέας της οργάνωσης, τη ρώτησε τι σχέδια
είχε για τη ζωή της και όταν εκείνη του απάντησε ότι ήθελε να
παντρευτεί και να κάνει παιδιά, αυτός της είπε ότι «ο Θεός είχε
υψηλότερα σχέδια» για αυτήν. Κατά τη διάρκεια των επομένων ετών η
«Τζούλι», με την προτροπή του «πνευματικού καθοδηγητή» της, κράτησε
μυστική από τους γονείς της τη συμμετοχή της στην Opus Dei, έως ότου σε
ηλικία 16 ετών τους ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει το σπίτι για να ζήσει
εσωτερική σε ένα από τα κέντρα της οργάνωσης. Στο μεσοδιάστημα οι
υπεύθυνοι της είχαν πει «ότι δεν θα ήταν ποτέ ευτυχισμένη, ότι θα
πήγαινε στην κόλαση αν δεν ακολουθούσε αυτά που της έλεγαν και ότι δεν
μπορούσε να το πει στους γονείς της διότι αν αντιτίθεντο στην απόφασή
της να ακολουθήσει την οργάνωση, όχι μόνο η ίδια αλλά και αυτοί θα
πήγαιναν στην κόλαση»8.
Οι γονείς της σε μια πρώτη σπασμωδική
αντίδραση την αποκήρυξαν και την άφησαν στο κέντρο, αλλά λίγες ημέρες
αργότερα, σκεπτόμενοι ψύχραιμα, την έφεραν πίσω στο σπίτι. Η «Τζούλι»
για να τους καθησυχάσει, τους είπε ψέμματα ότι έφυγε από την οργάνωση,
μυστικά όμως συνέχισε να συμμετέχει. Στην πορεία, το άγχος που της
δημιουργούσε η διπλή ζωή επέφερε καταλυτικές συνέπειες στην υγεία της:
«Άρχισαν να πέφτουν τούφες από τα μαλλιά μου, είχα καθημερινά
ημικρανίες, είχα αστάθεια βάρους, έχανα και κέρδιζα 10 κιλά, έκανα να
κοιμηθώ κανονικά εβδομάδες», διηγείται η ίδια9.
Η «Τζούλι»
ξέφυγε από την οργάνωση όταν αποφάσισε να εξομολογηθεί τι συνέβαινε σε
έναν ιερέα που δεν ήταν μέλος της Opus Dei, ο οποίος και τη συμβούλεψε
να αποχωρήσει. «Σήμερα-λέει- είμαι 36 ετών, παντρεμένη με δύο παιδιά,
ζω στην Ουάσιγκτον και έχω ακόμα εφιάλτες γι αυτό.» Η ιστορία της
«Τζούλυ» είναι παρόμοια με εκατοντάδες άλλες πρώην μελών της οργάνωσης
που αντιμετώπισαν την ίδια κατάσταση. Η Τάμι Ντι Νίκολα είναι μια
γυναίκα σχεδόν συνομήλικη με την «Τζούλι» η οποία πέρασε ανάλογη
περιπέτεια, μετά το πέρας της οποίας οι γονείς της ίδρυσαν και
διευθύνουν μέχρι σήμερα το «Opus Dei Awareness Network», ένα μη
κερδοσκοπικό ίδρυμα με στόχο την ενημέρωση της κοινής γνώμης για τις
πρακτικές και τη δράση της οργάνωσης10.
Η ίδια η Τάμι,
περιγράφοντας σε γενικές γραμμές τον έλεγχο που της ασκείτο, ανέφερε
ότι οι καθημερινές δραστήριοτητές της σχεδιάζονταν λεπτομερώς από την
οργάνωση, μέρος της αλληλογραφίας της ελεγχόταν, έπρεπε να δίνει αναφορά
για τα έξοδά της, το διάβασμα και η τηλεόραση ήταν περιορισμένα σε ότι
επέτρεπαν οι αρμόδιοι, ήταν υποχρεωμένη να ενημερώνει τον πνευματικό
καθοδηγητή της και να συζητά μαζί του για το τι θα κάνει και που θα πάει
πριν βγει εκτός του κέντρου- εφ’ όσον τελικά της δινόταν η άδεια- ενώ
απαγορευόταν να εξομολογηθεί σε ιερέα που δεν ήταν μέλος της οργάνωσης.
Όταν εκδήλωσε την πρόθεσή της να αποχωρήσει οι «αρμόδιοι» της είπαν
φυσικά ότι αν αφήσει την οργάνωση θα πάει «στην κόλαση».
Αλλά ας
πάρουμε μια γεύση σχετικά με το ποιοι κρύβονται πίσω από τους διεθνείς
οργανισμούς που έχει ιδρύσει η Opus Dei, αλλά και τον τρόπο
χρηματοδότησής τους:
Το Οικονομικό Παρασκήνιο της Opus Dei
Τo
Limmat Foundation, με έδρα την Ελβετία, δρα στην Κεντρική και
Ανατολική Αφρική, τη Νότιο Αμερική, τη Νοτιοανατολική Ασία και τις
χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αν και διατείνεται ότι δεν έχει
πολιτικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, είναι γνωστό ότι το ίδρυμα αυτό
επηρεάζει άμεσα την πολιτική των χωρών στις οποίες δρα, ενώ όλα τα
ιδρυτικά του μέλη έχουν ισχυρούς δεσμούς με την Opus Dei. Το ίδρυμα
Limmat έχει ετήσιο προϋπολογισμό πάνω από 1.000.000 S. εκ ίων οποίων ίο
78% προέρχεται από ιδίους πόρους. ενώ το υπόλοιπο 22% καλύπτεται από
κρατικά κονδύλια κι επιχορηγήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδρυμα έχει
άμεση σχέση με το πανευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα που ελέγχει η Opus
Dei. Στον κατάλογο των μελών του συγκαταλέγονται κορυφαία στελέχη της
Λαϊκής Τράπεζας της Ισπανίας, της Nordfinanzbank της Ζυρίχης και του
ιδρύματος Rhine-Dunude, που είναι εξ ολοκλήρου χρηματοδοτούμενο από την
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένας άλλος οργανισμός που ιδρύθηκε από μέλη
της Opus Dei είναι το ίδρυμα Hanns-Seidel, με έδρα τη Γερμανία. Το
ίδρυμα χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ σχετίζεται με το
Βαυαρικό Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα CSU, ο ευρωβουλευτής του οποίου,
Φριτζ Πιρκλ, είναι ιδρυτικό μέλος του Hanns-Seidel. Το ίδρυμα αυτό, σε
συνεργασία με το Limmat, έχει ιδρύσει στις Φιλιππίνες το Κέντρο Έρευνας
κι Επικοινωνίας, μεταξύ των μελών του οποίου συγκαταλέγεται η πλειοψηφία
της οικονομικής και πολιτικής ελίτ της χώρας.
Ο Οργανισμός
Progredi με έδρα τις Βρυξέλλες, είναι μια ακόμη από τις «βιτρίνες» της
Opus Dei. Στον κατάλογο των μελών του φιγουράρουν ονόματα όπως αυτό του
Τζιάν Μάριο Ροβεράρο, ιδιοκτήτη της Εμπορικής Τράπεζας Akros του Μιλάνο
και οικονομικού συμβούλου του Βατικανό.
To Instituto per la
Cooperazione Universitaria με κεντρικά γραφεία στη Ρώμη και τις
Βρυξέλλες, δραστηριοποιείται από το 1993 σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ιδιαίτερη δράση παρουσιάζει σε χώρες όπως το Περού, η Αλβανία και τα
κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του ξεπερνά
τα 4.500.000 $, εκ των οποίων το 10% προέρχεται από ίδια κεφάλαια, ενώ
τα υπόλοιπα καλύπτονται από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η
οργάνωση Association for Cultural Cooperation έχει έδρα το Βέλγιο. Ο
ετήσιος προϋπολογισμός της ξεπερνά το 1.000.000 $, από τα οποία το 30%
προέρχεται από ιδιωτικά κεφάλαια, ενώ το υπόλοιπο 70% από κοινωνικούς
φορείς και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οργάνωση δρα σε επτά χώρες της
Κεντρικής Αφρικής και της Νοτίου Αμερικής.
Βέβαια, ο μακρύς
κατάλογος δεν τελειώνει εδώ.... Είναι προφανές λοιπόν ότι η Opus Dei
έχει άμεση ανάμιξη στα κοινωνικά δρώμενα. Η επιρροή που ασκεί στην
πολιτική των χωρών στις οποίες η παρουσία της είναι ισχυρή έχει άμεσο
αντίκτυπο και στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Τα μέλη της, άλλωστε,
έχουν κατορθώσει να εισχωρήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να γίνουν
επίτροποι των χωρών τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή κυβερνητικοί
εκπρόσωποι στον ΟΗΕ. Έτσι καταφέρνουν να επεμβαίνουν στις εξελίξεις,
έχοντας πετύχει να ελέγχουν ακόμη και διεθνείς κοινωφελείς οργανισμούς
όπως την UNESCO, της οποίας ο γενικός διευθυντής Φεντερίκο Μαγιόρ είναι
μέλος της οργάνωσης.
“MARRIED TO THE ΜΟΒ”
Η Opus Dei
ιδρύει τα κέντρα της κοντά σε κολέγια και πανεπιστήμια επιδιώκοντας τη
στρατολόγηση νέων οι οποίοι εφ’ όσον συμπληρώσουν την ηλικία των 18
ετών καλούνται να υπογράψουν τις λεγάμενες «δεσμεύσεις» (commitments).
Οι «δεσμεύσεις» αυτές έχουν την μορφή διαδοχικών ετησίων συμβολαίων
για μία περίοδο 6,5 ετών στο τέλος της οποίας ο «αριθμητικός» (numerary)
ή «εταίρος» (associate), όπως ονομάζεται το υποψήφιο ισόβιο μέλος,
καλείται να προβεί σε «εφ’ όρου ζωής δέσμευση». Ο εκπρόσωπος Τύπου της
Opus Dei στις ΗΠΑ, Μπράιαν Φίνερτι, απαντώντας στις κατηγορίες των
επικριτών της περί προσηλυτισμού νέων ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν
ακόμα επαρκείς διανοητικές άμυνες, δηλώνει ότι «η νεότητα είναι η
περίοδος που οι άνθρωποι είναι ανοιχτοί στη μεγάλη γενναιοδωρία,
προσπαθούν να σκεφτούν για διάφορα πράγματα, το νόημα της ζωής και τα
σχέδια για το μέλλον τους, οπότε είναι μία καλή χρονική φάση για να
ενισχυθεί η πίστη κάποιου και αυτό προσπαθεί να κάνει η Opus Dei».
Παραδέχεται πάντως, παρομοιάζοντας τους δεσμούς μεταξύ μελών και
οργάνωσης με αυτούς της οικογένειας, ότι οι «εταίροι» παραδίδουν το
μισθό τους στους καθοδηγητές (χωρίς να διευκρινίζεται κατά πόσο αυτό
γίνεται «αυτοβούλως») και ότι κατ’ ουσία προτρέπονται να συντάξουν
διαθήκες προς όφελος της Opus Dei: «Κάποιος ο οποίος είναι παντρεμένος
διαθέτει όλο το εισόδημά του στη σύζυγο και τα παιδιά του, σκέπτεται
για τους άλλους». Όσο για την ισόβια «συμμετοχή» το σχόλιό του είναι
ότι «η υπόσχεση θεωρείται σοβαρή δέσμευση, είναι κάτι το σημαντικό, δεν
είναι κάτι από το οποίο μπορείς να υπαναχωρήσεις ελαφρά τη καρδία»11...
Η Πολιτική Επιρροή της Οργάνωσης
Ένα
από τα πιο μαχητικά μέλη της Opus Dei είναι ο Ιταλός ευρωβουλευτής
Κάρλο Κασίνι. Ο Κασίνι ηγείται της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Νομικών
Υποθέσεων και πολιτικών Δικαιωμάτων κι από τη θέση αυτή έχει τη
δυνατότητα να επεμβαίνει στις νομοθετικές ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της οργάνωσης και του Βατικανό.
Βέβαια, ο Κασίνι δεν είναι μόνος. Μέλη της Opus Dei συμμετέχουν
αδιάλειπτα σε διεθνείς συναντήσεις, πιέζοντας παρασκηνιακά τους εθνικούς
απεσταλμένους για να επιτύχουν τους σκοπούς τους.
Στα κράτη της
Ευρώπης η επιρροή της Opus Dei είναι πανίσχυρη. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως
η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Γερμανία και
το Βέλγιο. Εκτός από την επιρροή στους πολιτικούς κύκλους, η οργάνωση
έχει ισχυρούς δεσμούς με την καθολική αριστοκρατία της Ευρώπης. Στους
κύκλους των νυν και τέως βασιλιάδων η Opus Dei κατάφερε να εισχωρήσει
χάρη στη βασίλισσα του Βελγίου Φαμπιόλα, που είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Οίκο των Βουρβόνων της Αραγονίας.
Η
Ισπανία αναμφισβήτητα είναι η ευρωπαϊκή χώρα στην οποία η Opus Dei έχει
την ισχυρότερη παρουσία. Παραδοσιακά η οργάνωση σχετίζεται με
ακροδεξιά στοιχεία και είναι προφανές ότι είχε κατορθώσει να επιβληθεί
από την εποχή του Φράνκο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, τα μέλη
της πέτυχαν σχεδόν αδιάλειπτο έλεγχο του υπουργείου Οικονομικών και
κατέλαβαν σημαντικές θέσεις σε άλλα υπουργία. Η επιρροή της οργάνωσης
στη χώρα αυξήθηκε, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Χοσέ Μαρία
ΑΘνάρ. Ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης Αθνάρ είχε στενές σχέσεις με τους
τοπικούς ηγέτες της Opus Dei, ενώ η σύζυγος του Αθνάρ είναι φανερά
φιλική προς την οργάνωση.
Στη Γαλλία η Opus Dei διατηρούσε κι
εξακολουθεί να διατηρεί καλές σχέσεις με τους οικονομικούς παράγοντες
της χώρας. Η σύζυγος του προέδρου Ζακ Σιράκ, αν και δεν ήταν μέλος της
οργάνωσης, ήταν φιλικά προσκείμενη σε αυτή. Κατά την προεδρία του Αλέν
Ζοσπέν, πολλά από τα μέλη της οργάνωσης τοποθετήθηκαν σε υπουργικές
θέσεις, κατορθώνοντας να διαμορφώσουν την κυβερνητική πολιτική. Την
ίδια εποχή, κατάφεραν να αποκτήσουν σχεδόν πλήρη έλεγχο στο κρατικό
τηλεοπτικό κανάλι TF1. Από τους Γάλλους πολιτικούς που είναι μέλη ή
συμπαθούντες της Opus Dei. οι σημαντικότεροι είναι οι εξής: Χερβέ
Γκεϋμάρντ (εκπρόσωπος της Σαβοΐας στο Κοινοβούλιο και σύμβουλος στην
προεκλογική καμπάνια του Ζακ Σιράκ), Ρεϋμόντ Μπαρέ (δήμαρχος της Λυόν),
πρίγκιπας Μισέλ Πονιατόβσκι (μέλος της Γαλλικής Γερουσίας από το 1989),
Κριστίν Μπουτίν (βουλευτής και μέλος της ακροδεξιάς Union pour la
Democratie Frangaise).
Στην Ιταλία, οι επιφανέστεροι πολιτικοί
που είναι φιλικά προσκείμενοι στην Opus Dei είναι: ο ευρωβουλευτής
Κάρλο Κασίνι, ο βουλευτής Αλμπέρτο Μισελίνι, ο βουλευτής των
Χριστιανοδημοκρατών Ομπρέτα Φουμαγκάλι Καρούλλι και η διατελέσασα
υπουργός Γεωργίας Αντριάνα Πόλι Μπορτόνι. Μάλιστα, η οργάνωση έχει
συνάψει συμμαχία με το φασιστικό κόμμα Aleanza Nazionale. Σε μια
συνέντευξή του, ο Τζιανφράνκο Φίνι, ηγέτης του κόμματος, εξέφρασε και
επίσημα τη συμπαράσταση του κόμματός του στην Opus Dei. Στις ΗΠΑ η
επιρροή της Opus Dei έφτασε στο απόγειό της κατά τη διάρκεια της
προεδρίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Η οργάνωση εκείνη την εποχή είχε
κατορθώσει να τοποθετήσει δικούς της ανθρώπους στο Λευκό Οίκο και να
στρατολογήσει νέα μέλη από τις τάξεις του Πενταγώνου. Σήμερα η επιρροή
της οργάνωσης στους κυβερνητικούς κύκλους των ΗΠΑ έχει ατονήσει, αν και
δεν έχει πάψει να υφίσταται. Η Opus Dei εξακολουθεί να διατηρεί καλές
σχέσεις με πολλούς γερουσιαστές, ενώ ο διατελέσας διευθυντής του FBI
Louis Freeh, είναι μέλος της.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΑΣ (“COSA NOSTRA”)
Ορισμένοι
οι οποίοι «δικαιολογούν» ή «κατανοούν χωρίς να συμφωνούν» τις
μεσαιωνικές πρακτικές της οργάνωσης, τις αποδίδουν στον υπερσυντηρητισμό
των μελών της και στο ζήλο τους να διατηρήσουν μια Τάξη-κιβωτό της
αυστηρής καθολικής παράδοσης, η οποία δεν θα επηρεάζεται από τις
εκάστοτε ανανεωτικές τάσεις που σαρώνουν περιοδικά τον πλανήτη και
κλονίζουν τα θεμέλια των θρησκευτικών δογμάτων. Η εμπλοκή όμως της
οργάνωσης σε μια σειρά «περίεργων» πολιτικών και οικονομικών υποθέσεων
που απασχόλησαν τη διεθνή κοινή γνώμη δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε
αυτά τα κίνητρα. Ο Ρομπέρτο Κάλβι, προέδρος και πλειοψηφικός μέτοχος της
Τράπεζας Αμπροζιάνο, είχε βρεθεί κρεμασμένος, με τα χέρια δεμένα
πισθάγκωνα, στις 17 Ιουνίου 1982 κάτω από τη γέφυρα Μπλάκφριαρς στο
Λονδίνο. Ο Κάλβι είχε υποχρεωθεί από τον Λίτσιο Τζέλι, τον επικεφαλής
της ιταλικής μασονικής στοάς Ρ2, να χρηματοδοτεί από την τράπεζά του την
αντικομουνιστική παραστρατιωτική οργάνωση «Γκλάντιο», η οποία είχε
ιδρυθεί με πρωτοβουλία της CIA για να «αντιμετωπίσει» την άνοδο του
κομμουνιστικού κόμματος στην Ιταλία και κατευθυνόταν από την Ρ2. Ο
Τζέλι είχε στην κατοχή του 150.000 «ευαίσθητους» προσωπικούς φακέλους
που αφορούσαν τις δραστηριότητες της ελίτ της ιταλικής κοινωνίας, τους
οποίους του είχε παραδώσει ο πρώην αρχηγός των ιταλικών μυστικών
υπηρεσιών μέλος και ο ίδιος της Ρ2 και εικάζεται ότι είχε τρόπους να
«πείσει» τον Κάλβι.
Η χρηματοδότηση της «Γκλάντιο» δημιούργησε
μια «μαύρη τρύπα» $1.3 δισεκατομμυρίων στην τράπεζα του Κάλβι, ο οποίος
προσπάθησε να την κλείσει ξεπλένοντας ναρκοδολάρια για τη Μαφία. Από τη
στιγμή όμως που η Μαφία κατάλαβε ότι μέρος των χρημάτων της
χρησιμοποιούνταν ερήμην της για να κλείσει η «μαύρη τρύπα» της
Αμπροζιάνο, οι ημέρες του Κάλβι ήταν μετρημένες. Ο τελευταίος, σε μία
ύστατη προσπάθεια να σώσει την τράπεζα και τη ζωή του διαπραγματεύθηκε
τη σύναψη δανείου από την Opus Dei με την οποία διατηρούσε σχέσεις,
ώστε να ξεχρεώσει την Μαφία12.
Η οικογένεια του Κάλβι ισχυρίσθηκε
ότι, μέχρι που πέθανε, ο τραπεζίτης βοηθούσε την Opus Dei να αποκτήσει
τον έλεγχο της Τράπεζας του Βατικανού (IOR)13. Ο Κάλβι συναντήθηκε με
τον θησαυροφύλακα της οργάνωσης και κατέληξαν σε συμφωνία για την αγορά
από την οργάνωση ενός μειοψηφικού πακέτου μετοχών της τράπεζας. Όμως,
όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, ανώτατα στελέχη της Opus Dei,
συνυπολογίζοντας μυστικές διαδρομές και συσχετισμούς, εκτίμησαν τελικά
ότι η κατάρρευση της Αμπροζιάνο που θα ακολουθούσε τον «αναμενόμενο»
θάνατο του Κάλβι, θα αποδυνάμωνε εχθρούς της οργάνωσης στην Κουρία και
εν τέλει θα εξυπηρετούσε την προσπάθειά της να αποκτήσει τον πλήρη
έλεγχο του Βατικανού. «Συνεπώς ο Κάλβι πε τάχθηκε στους λύκους»14.
«Κοντά» στην Opus Dei βρισκόταν και ο γνωστός (επίσης δολοφονηθείς)
«χρηματοδότης της Μαφίας» Μικέλι Σιντόνα, μέλος και αυτός της στοάς Ρ2,
η κατάρρευση της αυτοκρατορίας του οποίου, μαζί με την υπόθεση
Αμπροζιάνο, στοίχισε στην οργάνωση $55 εκατομμύρια15.
Η Λατινική Αμερική στο Στόχαστρο της Opus Dei
Το
απόγειο της δύναμης και της δράσης της Opus Dei είναι περισσότερο
ορατό στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στις χώρες αυτές η οργάνωση
έχει διεισδύσει σε όλα τα κυβερνητική επίπεδα, το στρατό και την
οικονομία.
Στην Αργεντινή η Opus Dei επηρεάζει καίρια την
πολιτική ζωή της χώρας επί πολλά χρόνια. Ο επιφανέστερος άνθρωπος της
οργάνωσης στη χώρα είναι ο ακροδεξιάς εθνικιστής Ρομπέλφο Μπάρα, που
έγινε υπουργός Δημοσίων Έργων της κυβέρνησης Μενέμ το 1989. Την περίοδο
1993- 94, ο Μπάρα έγινε πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, ενώ για τα
δυο επόμενα χρόνια υπήρξε υπουργός Δικαιοσύνης. Από το 1960, ήταν μέλος
της μαθητικής εθνικιστικής οργάνωσης U.N.E.S., που αποτελούσε τη
νεολαία της ακροδεξιάς καθολικής οργάνωσης Tacuara, η οποία διατηρούσε
ισχυρούς δεσμούς με την Opus Dei.
Στο Περού η οργάνωση είχε
καταφέρει να δημιουργήσει ένα συνασπισμό επιχειρηματικών και τραπεζικών
στελεχών που στήριξαν και βοήθησαν τον ακροδεξιό πρόεδρο Αλμπέρτο
Φουτζιμίρι. Όταν, μάλιστα, οι επαναστάτες Τουπάκ Αμάρου κατέλαβαν την
ιαπωνική πρεσβεία, δημιουργώντας την «κρίση των 126 ημερών», ο
Φουτζιμόρι δέχτηκε τη βοήθεια του επισκόπου Λουίς Κιπριάνι. Ο Κιπριάνι.
στενός φίλος του Φουτζιμόρι, είναι ένας από τους επτά επισκόπους-μέλη
της Opus Dei στο Περού. Βέβαια, η βοήθεια δεν αφορούσε αποκλειστικά τη
σχέση του με τον Φουτζιμόρι, αλλά και το γεγονός ότι ανάμεσα στους
ομήρους που κρατούσαν οι αντάρτες βρισκόταν και ο Φρανσίσκο Τουντέλα,
υπουργός τότε Εξωτερικών του Περού και στέλεχος της Opus Dei.
Η
δράση της οργάνωσης στη χώρα δεν περιορίζεται στην κρίση αυτή. Στις
ζούγκλες του Περού και στην ορεινή περιοχή Ανακούτσο (επισκοπή του
Κιπριάνι), δρουν κι εκπαιδεύονται ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες
των οποίων ηγούνται ιερείς-μέλη της Opus Dei. Ο διασημότερος από τους
ιερείς αυτούς είναι ο επίσκοπος Κριστιάνι, γνωστός κι ως πάτερ Μαριάνο.
Ακροδεξιές
παραστρατιωτικές ομάδες με μέλη-ιερείς της Opus Dei δε δρουν μόνο στο
Περού. Εξίσου «σημαντική» δράση παρουσιάζεται και στο Ελ Σαλβαντόρ. Ο
διασημότερος ηγέτης παραστρατιωτικών ομάδων που δρουν στη χώρα είναι ο
επίσκοπος-μέλος της Opus Dei Σαένς Λακάλε. Ο Λακάλε είχε αυτοανακηρυχθεί
ταξίαρχος μιας παραστρατιωτικής ομάδας που είχε χαρακτηριστεί ως ο πιο
βάναυσος «στρατός» της σύγχρονης ιστορίας. Σε μια προσπάθεια, μάλιστα,
να περισώσει τη φήμη της Καθολικής Εκκλησίας, ο αρχιεπίσκοπος Όσκαρ
Ρομέρο είχε αφορίσει δημόσια τον Λακάλε, το 1980. Λίγες μέρες αργότερα,
ο Ρομέρο βρέθηκε δολοφονημένος...
“RATLINES”: ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΣΤΗ Λ. ΑΜΕΡΙΚΗ ΜΕΣΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Η
επιχείρηση «Αμαντέους» είναι μία ακόμη σκοτεινή υπόθεση στην οποία
σύμφωνα με τους επικριτές της φέρεται αναμεμιγμένη η Opus Dei, αν και η
εμπλοκή φαίνεται ότι αφορούσε ευρύτερους μηχανισμούς του Βατικανού. Η
επιχείρηση οργανώθηκε από τον πρόδρομο της CIA, την OSS κατά τη λήξη
του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αφορούσε τη φυγάδευση χιλιάδων Ναζί
αξιωματικών στη Νότιο Αμερική, μέσω ειδικών οδών διαφυγής, των λεγόμενων
«ratlines», προκειμένου να προσφέρουν «τις υπηρεσίες τους» στην
αντιμετώπιση του ανερχόμενου κομμουνιστικού ρεύματος. Η οργάνωση και
μακροημέρευση των γνωστών λατινοαμερικανικών δικτατορικών καθεστώτων
δίνουν το μέτρο της επιτυχίας της παράδοξης σύμπραξης μηχανισμών των
αμερικανικών μυστικών εταιριών με τους «έμπειρους» Ναζί αξιωματικούς, οι
οποίοι βρήκαν νέο πεδίο δράσης στην «καθολική Νότιο Αμερική», την
στιγμή που άλλες υπηρεσίες, στις ίδιες τις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, τους
αναζητούσαν για να τους οδηγήσουν στη Δικαιοσύνη για εγκλήματα πολέμου.
Η συμβολή του Βατικανού και της Opus Dei στη δημιουργία των «ratlines»,
που χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο για τη φυγάδευση των εγκληματιών αλλά
και για τη διακίνηση όπλων και ναρκωτικών προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η
επιχείρηση «Αμαντέους», θεωρείται καθοριστική. Η επιχείρηση αυτή ήταν
μέρος της ευρύτερης επιχείρησης «Sunrise» την οποία διαπραγματεύθηκε στο
τέλος του πολέμου ο Άλεν Ντάλες, τότε υψηλόβαθμος αξιωματούχος της OSS
και αργότερα διευθυντής της CIA, με τον στρατηγό των SS Καρλ Βολφ,
επικεφαλής της Γκεστάπο και ίων δυνάμεων των SS στην Ιταλία16.
ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ
Ο
νυν διευθυντής του FBI Λούις Φρι είναι μέλος της Opus Dei αν αυτό λέει
κάτι για τις προσβάσεις της οργάνωσης. Αυτό όμως που έβαλε «ψύλλους στ’
αυτιά» αρκετών στις ΗΠΑ είναι ότι ο καταδικασθείς για κατασκοπία υπέρ
των Ρώσων πράκτορας του FBI Ρόμπερτ Χάνσεν, ο οποίος επί χρόνια παρέδιδε
άκρως απόρρητα έγγραφα στη Μόσχα, ήταν επίσης μέλος της οργάνωσης. Τώρα
οι αμερικανικές αρχές ερευνούν το παρελθόν ενός μεγάλου αριθμού ατόμων
διότι υπάρχει μία σκέψη η οποία τους φέρνει ανατριχίλα: «Πριν από 15
χρόνια, επί κυβερνήσεως Ρίγκαν, δεκάδες μέλη της Opus Dei διατηρούσαν
σημαντικές θέσεις στο Λευκό Οίκο, το Καπιτώλιο και την κυβέρνηση. Τώρα
αυτή η ομάδα, η οποία συναντάται τακτικά σε ένα σπίτι στην Ουάσιγκτον,
έχει μπει στο μικροσκόπιο του FBI»17... Οι παραπάνω υποθέσεις είναι
μέρος μόνον αυτών στις οποίες η οργάνωση φέρεται, σύμφωνα με τους
πολεμίους της, να έχει εμπλακεί. Η Opus Dei επιχειρώντας να αποκρούσει
το ευρύ φάσμα κατηγοριών των επικριτών της έχει ξεκινήσει μία
προσπάθεια «αποκατάστασης» της εικόνας της στην κοινή γνώμη,
απορρίπτοντας τις αιτιάσεις περί μεσαιωνικών μεθόδων και παρασκηνιακής
δράσης που της αποδίδουν. Όπως δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Τζούλιαν Χεράνζ,
υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Κουρία και μέλος της οργάνωσης, «ορισμένοι
υποστηρίζουν ότι υπάρχει λόμπι της Opus Dei. Δεν υπάρχει λόμπι. Δεν
υπάρχει μυστική ατζέντα. Η μόνη πολιτική μας είναι το μήνυμα του
Χριστού.» Κάτι που δεκάδες χριστιανοί πάντως, πρώην μέλη της οργάνωσης,
όπως η Aνν Σβένινγκερ, αμφισβητούν: «Εξαπατούν τον κόσμο. Δεν είναι
ευθείς. Η Opus Dei παίζει με τους δικούς της όρους. Αν δεν θέλουν κάτι
να βγει προς τα έξω, απλά δεν θα βγει18».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1) “Opus Dei founder's big day”
2) (βλ.ΟΠ.Π.) “Infoplease encyclopedia: Opus Dei"
4) (βλ.ΟΠ. Π.)
5) “Opus Dei In the United States" By James Martin, S.J. AMERICA for February 25, 1995
6) (βλ.οπ. #3,)
7) “Opus Dei: Finding God in Work and Daily Life”
8) “Controversy Over Opus Dei: Some Criticize Group's Methods” ABC News/June 18, 2001 By David Ruppe
9) (βλ.ΟΠ. Π.)
10) Opus Dei Awareness Network, Inc. (ODAN) P.O. Box 4333 Pittsfield, MA 01202-4333
11) (βλ.οπ. #8)
12) “Operation Gladio” 1997 David Guyatt
13) “Holy Smoke and Mirrors: The Vatican Conspiracy"
14) (βλ.ΟΠ. #12)
15) (βλ.οπ. #13)
16) (βλ.οπ. #12)
17)
“The United States of America Is Betrayed by FBI Special Agent Robert
Philip Hanssen - A Member of Opus Dei Are There Other Angles To It?
18) (βλ.οπ. #5)
πηγη- http://www.egolpion.net/opus_dei.el.aspx#ixzz3Y22kDec2